- φορόσημο(ν)
- το марка налогового сбора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φορόσημο — το, Ν ένσημο που δηλώνει τον φόρο που εισπράττεται σε ορισμένους τόκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + σήμα (πρβλ. γραμματό σημο)] … Dictionary of Greek
φορόσημο — το ειδικό ένσημο με το οποίο γίνεται η είσπραξη του φόρου για ορισμένους τόκους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοκόσημο — το, Ν (οικον.) φορόσημο για την είσπραξη τών φόρων επί τών τόκων ενός τίτλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + σήμα (πρβλ. οικό σημο)] … Dictionary of Greek